ριγοπύρετον

ριγοπύρετον
τὸ, Α
βλ. ῥιγοπύρετος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥιγοπύρετον — fever with shivering fits neut nom/voc/acc sg ῥιγοπύρετος fever with shivering fits masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγοπυρέτοις — ῥιγοπύρετον fever with shivering fits neut dat pl ῥιγοπύρετος fever with shivering fits masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγοπυρέτων — ῥιγοπύρετον fever with shivering fits neut gen pl ῥιγοπύρετος fever with shivering fits masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγοπυρέτῳ — ῥιγοπύρετον fever with shivering fits neut dat sg ῥιγοπύρετος fever with shivering fits masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως …   Dictionary of Greek

  • ριγοπύρετος — ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α πυρετός που συνοδεύεται από έντονο ρίγος, πυρετικός παροξυσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + πυρετός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”